δοκοῦσ' — δοκοῦσα , δοκέω expect pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric) δοκοῦσι , δοκέω expect pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric) δοκοῦσι , δοκέω expect pres ind act 3rd pl (attic epic doric) δοκοῦσαι , δοκέω expect pres part act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καραδοκοῦσι — καρᾱδοκοῦσι , καραδοκέω wait for the outcome of pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric) καρᾱδοκοῦσι , καραδοκέω wait for the outcome of pres ind act 3rd pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
MELANCHLAENI — populi iuxta Bosporum Cimmerium, inter Rha fluv. et montes Hippicos, Ferrar. a vestibus nigris dicti. Dionys. ubi de Alanis. Ἔνθα Μελ᾿άγχλαινοί σε καὶ ἀνέρες Ι῾ππημολγοί. Mela l. 2. c 1. Melanchlaenis atra vestis, et ex eâ nomen. Dio Chryf. in… … Hofmann J. Lexicon universale
δοκώ — (I) (AM δοκῶ, έω) Ι. δοκώ αρχ. μσν. και «δοκεῑ μοι» νομίζω, θαρρώ νεοελλ. (ε)δοκήθηκα αντιλήφθηκα αρχ. μσν. 1. απρόσ. «δοκεῑ μοι» μού φαίνεται ορθό 2. (προσωπικό με δοτ.) φαίνομαι («μάλα μοι δοκέει πεπνυμένος εἶναι», Αισχ.) 3. (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek
κουρεακός — κουρεακός, ή, όν (Α) [κουρεύς] όμοιος με κουρέα, φλύαρος, πολυλογάς σαν κουρέας («οὐ γὰρ ἱστορίας ἀλλά κουρεακῆς καὶ πανδήμου λαλιᾱς ἔμοιγε δοκοῡσι τάξιν ἔχειν», Πολ.) … Dictionary of Greek
κρότος — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 420 μ., 120 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καινουργίου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γόρτυνας. II Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Πάνα και της Ευφήμης, τροφού των… … Dictionary of Greek
μέτριος — α, ο (ΑΜ μέτριος, ία, ον, Α θηλ. και ος, αιολ.τ. μέτερρος) 1. αυτός που έχει την ορθή αναλογία, που υπάρχει ή γίνεται με μέτρο, κανονικός, μέσος (α. «μέτριο ανάστημα» β. «μέτρια θερμοκρασία» γ. «ἁπτόμενοι δὲ σφι ἐπελθεῑν ἄνδρας σμικροὺς μετρίων… … Dictionary of Greek
μαραυγώ — μαραυγῶ, έω (Α) θαμπώνομαι από το πολύ φως, σκοτίζομαι, θαμπώνουν τα μάτια μου («αἱ ἐν τοῑς ὄμμασιν αὐτοῡ κόραι... δοκοῡσι... μαραυγεῑν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετο ρ., τού οποίου το β συνθετικό εμφανίζεται και στα σκι αυγῶ, χρυσ αυγῶ (βλ. λ.… … Dictionary of Greek